κανάσσω

κανάσσω
κανάσσω (Α) [καναχή]
καταπίνω με θόρυβο, αδειάζω στον λάρυγγα ποτήρι με κρασί κάνοντας θόρυβο, αδειάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηικανός — ἠϊκανός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός, κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό η ι < *ᾱυσ ι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*awes «φωτίζω», απ όπου και το ηώς «αυγή». Το ι δηλωτικό τής τοπικής πτώσης ή ανάλογο τού τερψίμβροτος*. Το β… …   Dictionary of Greek

  • καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐξεκάναξα — ἐκ κανάσσω pour with a gurgling sound aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”